- κλιματοθεραπεία
- η(ιατρ.), η κατάλληλη χρησιμοποίηση των κλιματολογικών συνθηκών για θεραπεία ασθενών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλιματοθεραπεία — Η αξιοποίηση των καιρικών συνθηκών για θεραπευτικούς και προληπτικούς σκοπούς. Την κ. και την κλιματοπροφύλαξη, δηλαδή τη βελτίωση της υγείας που επιδιώκεται με την έκθεση του οργανισμού στις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, διερευνά η ιατρική… … Dictionary of Greek
κλιματοθεραπευτικός — ή, ό ο σχετικός με την κλιματοθεραπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. climatotherapeutique] … Dictionary of Greek